Δαμώ

Δαμώ
(5ος αι. π.Χ.). Κόρη του Πυθαγόρα. Πριν πεθάνει, ο σοφός της εμπιστεύτηκε σημειώσεις του, με την εντολή να μην τις ανακοινώσει σε κανέναν. Παρότι η Δ. ήταν πάμφτωχη και την παρακαλούσαν να τις πουλήσει, εκείνη τις κράτησε μυστικές, και όταν πλησίαζε το τέλος της, τις παρέδωσε στην κόρη της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Δαμῶ — Δαμώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμῶ — δαμάω pres imperat mp 2nd sg δαμάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) δαμάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) δαμάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) δαμάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) δαμάω imperf ind mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμω — δά̱μω , δῆμος district masc nom/voc/acc dual (doric) δά̱μω , δῆμος district masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμῳ — δά̱μῳ , δῆμος district masc dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμών — Δαμώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Damo (philosopher) — For other uses, see Damo (disambiguation). Damo (Greek: Δαμώ; c. 500 BC) was a Pythagorean philosopher said by many to have been the daughter of Pythagoras and Theano. Little is known about the life of Damo. Tradition said that she was the… …   Wikipedia

  • Дамо (философ) — Дамо Δαμώ Школа/традиция: Пифагореизм Дамо (др. греч. Φαίδων; ок. 500 г. до н. э.)  древнегреческий философ пифагореец и математик, которую считают дочерью Пифагора и …   Википедия

  • αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… …   Dictionary of Greek

  • αδάματος — ἀδάματος, ον (Α) [δαμῶ] 1. ακατανίκητος, ακατάβλητος 2. (για γυναίκες) ανύπαντρη 3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”